- καμψάριος
- καμψάριος, ὁ, = Lat.A capsarius, Edict.Diocl.7.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμψάριος — καμψάριος, ὁ (Α) δούλος που φύλαγε τα ρούχα τών λουομένων στα βαλανεία, στα λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsarius «ιματιοφύλακας» (< capsa «κιβώτιο»)] … Dictionary of Greek
καμψαρίων — καμψάριος capsarius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμψαρικόν — καμψαρικόν, τὸ (Α) [καμψάριος] το κάλυμμα γύρω από τη μέση, είδος «μπανιερού» που φορούσε ο καμψάριος* … Dictionary of Greek